- εύμετρος
- εὔμετρος, -ον (Α)1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)2. συμμετρικός στις αναλογίες3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («[λέξις] εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).επίρρ...εὐμέτρως (Α)1. με μέτριες αναλογίες2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον].
Dictionary of Greek. 2013.